Derzeitig στα ελληνικά

Μετάφραση: derzeitig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σήμερα, τότε, μετά, τώρα, έπειτα, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Derzeitig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dermaßen στα ελληνικά - έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε
  • derselbe στα ελληνικά - ίδιος, το ίδιο, η ίδια, τα ίδια, την ίδια, ίδια
  • des στα ελληνικά - της, του, των, από τα, από τις
  • desaster στα ελληνικά - καταστροφή, όλεθρος, συμφορά, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Τυχαίες λέξεις
Derzeitig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σήμερα, τότε, μετά, τώρα, έπειτα, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας