Λέξη: τριποδίζω

Συνώνυμα: τριποδίζω

βαδίζω ταχέως, καλπάζω

Μεταφράσεις: τριποδίζω

τριποδίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trot, canter

τριποδίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trote, trotar, medio galope, galope, canter, principal centro

τριποδίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trab, kanter, Galopp, canter

τριποδίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trot, trotter, petit galop, galop, canter, au galop, le galop

τριποδίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trottare, piccolo galoppo, Canter, galoppo, trotto, galoppo riunito

τριποδίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trote, tropa, canter, galope, meio galope, galope de

τριποδίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draven, dribbelen, korte galop, galop, canter, de galop, galoppade

τριποδίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рысь, легкий галоп, Canter, галоп, Кантер, галопе

τριποδίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trav, galopp, Canter, Kantine, galoppen

τριποδίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
galopp, canter

τριποδίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ravi, hölkkääminen, talsia, hölkkä, löntystää, hölkätä, lyhyt laukka, canter, laukkaa, laukka, laukkaan

τριποδίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
galop, galoppen, canter

τριποδίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klusat, klus, poklus, cválat, lehký cval, cval, cvalu, canter

τριποδίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłus, trucht, przebiegać, przechadzka, kłusować, cwał, Canter, Galop, galopie, galopem

τριποδίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ügetés, üget, Canter, vágtában, vágtát

τριποδίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşkin gitmek, dörtnal, canter, kararı dörtnal, eşkin

τριποδίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рись, легкий галоп

τριποδίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eci me galop, ngas me galop, canter, galop i lehtë, e ngas me galop

τριποδίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лек галоп, галоп, галопа, на галоп, галоп на

τριποδίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкі, лёгкая

τριποδίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kerge galopp, Canter, galopp, Traavi, Traav

τριποδίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kasanje, kas, kasati, lagano galopirati, laki galop, Canter, cantra

τριποδίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stökk, Canter, stökki

τριποδίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šuoliavimas, Canter, Kalbanti Slengas, Lengvai rikši

τριποδίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rikšot, canter, viegli rikši, braukt rikšiem, palaist rikšos

τριποδίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Canter

τριποδίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trap, galop mic, Canter, galop, galop de, ipocrit

τριποδίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
galop, canter, delovni galop, ali delovni galop

τριποδίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klus, ľahký, ľahké, ľahká
Τυχαίες λέξεις