Λέξη: κιγκλίδωμα
Σχετικές λέξεις: κιγκλίδωμα
κιγκλίδωμα ορισμόσ, κιγκλίδωμα ετυμολογια, κιγκλίδωμα μπαλκόνι, κιγκλίδωμα λεξικο, κιγκλίδωμα συνώνυμο, κιγκλίδωμα ασφαλείας, προστατευτικό κιγκλίδωμα, κιγκλίδωμα facebook, βιομηχανικό κιγκλίδωμα
Συνώνυμα: κιγκλίδωμα
πλέγμα, εσχάρα, ηλεκτρικό δίκτυο, πλέγμα ασύρματου, σχάρα, σκάρα, ξέσις, ξύσιμο, δικτυωτό, καφάσι, επίκριση, κιγκλίδα, κάγγελα, δικτύωμα
Μεταφράσεις: κιγκλίδωμα
κιγκλίδωμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
railing, balustrade, grating, grid, lattice
κιγκλίδωμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
balaustrada, baranda, pasamano, barandilla, barandilla de, pasamanos
κιγκλίδωμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geländer, Geländer, Reling
κιγκλίδωμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parapet, enclos, garde-fou, barre, clôture, enceinte, balustrade, grillage, barrière, rampe, grille, rambarde
κιγκλίδωμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ringhiera, parapetto, balaustra, ringhiera in, inferriata, ringhiera di
κιγκλίδωμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grade, trilhos, corrimão, parapeito, gradeamento
κιγκλίδωμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
balie, hekje, balustrade, leuning, reling, hekwerk, traliewerk, railing
κιγκλίδωμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изгородь, перила, загородка, ограда, ограждение, перил, ограждения, перилами
κιγκλίδωμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rekkverk, rekkverket, railing, gelendere
κιγκλίδωμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räcke, räcket, railing, räcken
κιγκλίδωμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aita, suojakaide, kaide, kanki, kaiteen, kaiteiden, kaiteet, kaiteeseen
κιγκλίδωμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rækværk, gelænder, railing, rækværket, rælingen
κιγκλίδωμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohrada, mřížoví, zábradlí, hrazení, lišta, a zábradlí, zábradlím
κιγκλίδωμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płot, ogrodzenie, reling, poręcz, okratowanie, balustrada, poręcze
κιγκλίδωμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korlát, védőkorlát, korláton, korláttal, railing
κιγκλίδωμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parmaklık, tırabzan, korkuluk, güvertesi, küpeşteler
κιγκλίδωμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісоруб, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
κιγκλίδωμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kangjella, parmak
κιγκλίδωμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограда, парапет, перила, релси, хулителна
κιγκλίδωμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парэнчы, поручні
κιγκλίδωμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käsipuu, nöökiv, manitsev, sõimamine, piirete, reelinguga, railing
κιγκλίδωμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rešetka, ograda, ograde, ogradu, je ograda
κιγκλίδωμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handrið, handrið til
κιγκλίδωμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turėklas, skersinis, turėklai, turėklų, baliustrada, keiksmu, grotos
κιγκλίδωμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakaramais, šķērskoks, margas, margu, margu sistēmu, reliņi, railing
κιγκλίδωμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оградата, шини, ограда, парапет, шини на
κιγκλίδωμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
balustradă, balustrada, parapete, balustrade, railing
κιγκλίδωμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ograja, railing, ograjo, ograj
κιγκλίδωμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohrada, zábradlí, zábradlie, zábradlia