Dirigieren στα ελληνικά
Μετάφραση: dirigieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλυβδος, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ηγούμαι, αγορά, διαγωγή, μοιράζω, φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, λουρί, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- direktzugriff στα ελληνικά - άμεση πρόσβαση, απευθείας πρόσβαση, την άμεση πρόσβαση, άμεσης πρόσβασης, η άμεση πρόσβαση
- dirigent στα ελληνικά - μαέστρος, αγωγός, αγωγού, αγωγό, του αγωγού
- dirigierte στα ελληνικά - διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, διεξήχθη, διεξαχθεί
- dirndl στα ελληνικά - Dirndl
Τυχαίες λέξεις
Dirigieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλυβδος, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ηγούμαι, αγορά, διαγωγή, μοιράζω, φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, λουρί, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Μεταφράσεις: μόλυβδος, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, ηγούμαι, αγορά, διαγωγή, μοιράζω, φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, λουρί, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά