Περιορισμός στα αγγλικά
Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
restriction, limitation, constraint, containment, restraint
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: περιορισμός
stint
- όριο
- περιορισμός
- απειλή
- εξαναγκασμός
- περιορισμός
- φυλάκιση
- χαλίνωση
- άκρο πεζοδρομίου
- περιορισμός
- συγκράτηση
- περιορισμός
- χαλίνωση
- περιορισμός
- βία
- εξαναγκασμός
- αμηχανία
- ανάγκη
- συστολή
- περιορισμός
- περιορισμός
- λοχεία
- φυλάκιση
- τοκετός
- περιορισμός
- ανάσχεση
- συνοχή
- περιορισμός
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας αγγλικά, περιορισμός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- περιορίζω στα αγγλικά - limit, restrict, reduce, confine, inhibit, stint, cut down, ...
- περιορισμένος στα αγγλικά - finite, restricted, confined, limited, a limited
- περιουσία στα αγγλικά - possessions, estate, property, fortune, wealth, assets
- περιοχή στα αγγλικά - district, area, domain, region, territory, range
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: restriction, limitation, constraint, containment, restraint
Μεταφράσεις: restriction, limitation, constraint, containment, restraint