Disziplinieren στα ελληνικά
Μετάφραση: disziplinieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχία, διορθώνω, σωστός, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- disziplin στα ελληνικά - μελέτη, θέμα, υποκείμενο, πειθαρχώ, γραφείο, πεδίο, σπουδάζω, ...
- disziplinarisch στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- disziplinierend στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθάρχηση, τον πειθαρχικό, επιβολή πειθαρχίας, πειθαρχική δίωξη
- diszipliniert στα ελληνικά - πειθαρχημένη, πειθαρχημένο, πειθαρχημένης, πειθαρχημένοι, πειθαρχημένος
Τυχαίες λέξεις
Disziplinieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχία, διορθώνω, σωστός, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Μεταφράσεις: πειθαρχία, διορθώνω, σωστός, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία