Durchdringen στα ελληνικά

Μετάφραση: durchdringen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρησαρίζω, φίλτρο, διηθώ, διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Durchdringen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • durchdrang στα ελληνικά - διαπνέεται, διαπέρασε, διεισδύσει, διαποτίσει, διαπερνούσε
  • durchdringbar στα ελληνικά - διαπερατός, διαπερατό, διαπερατή, διαπερατό από, διαπερατά
  • durchdringend στα ελληνικά - διεισδυτικός, διεισδυτική, διεισδύοντας, διείσδυσης, διείσδυση, διεισδύει
  • durchdringende στα ελληνικά - διεισδυτική, διεισδύοντας, διείσδυσης, διείσδυση, διεισδύει
Τυχαίες λέξεις
Durchdringen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρησαρίζω, φίλτρο, διηθώ, διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν