Einengung στα ελληνικά

Μετάφραση: einengung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, στένωση, σύσφιγξη, συστολή, στένωσης, συστολής
Einengung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alpen στα ελληνικά - Άλπεις, Άλπεων, Alps, Άλπες, Αλπεις
  • angekocht στα ελληνικά - επεξεργασμένο με βραστό νερό, προβρασμού, μισοβρασμένο, μισοβρασμένου, προβρασμένου
  • dickköpfig στα ελληνικά - πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, επίμονες, πεισματική, επίμονους, ...
  • direkt στα ελληνικά - καθοδηγώ, αμέσως, ίσιος, σκηνοθετώ, ευθύς, κατευθείαν, άμεσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Einengung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, στένωση, σύσφιγξη, συστολή, στένωσης, συστολής