Λέξη: υπηκοότητα

Σχετικές λέξεις: υπηκοότητα

υπηκοότητα ελληνική, υπηκοότητα κύπρος, υπηκοότητα ορισμός, υπηκοότητα εθνικότητα, υπηκοότητα κυπριακή, υπηκοότητα λόγω γάμου, υπηκοότητα μέσω επενδύσεων, υπηκοότητα στα αγγλικά, υπηκοότητα και ιθαγένεια, υπηκοότητα αυστραλίας

Συνώνυμα: υπηκοότητα

ιθαγένεια, δικαιώματα

Μεταφράσεις: υπηκοότητα

υπηκοότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nationality, citizenship, nationality of, nationals, citizenship of

υπηκοότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nacionalidad, ciudadanía, la ciudadanía, de ciudadanía, ciudadanía de

υπηκοότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nationalität, staatsbürgerschaft, staatsangehörigkeit, Staatsbürgerschaft, Staatsangehörigkeit, Bürgerschaft, Bürger

υπηκοότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nationalité, citoyenneté, la citoyenneté, la nationalité, une citoyenneté

υπηκοότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cittadinanza, nazionalità, la cittadinanza, della cittadinanza, di cittadinanza, una cittadinanza

υπηκοότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nacional, nacionalidade, cidadania, a cidadania, da cidadania, de cidadania

υπηκοότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nationaliteit, burgerschap, het burgerschap, staatsburgerschap, burgerschap van

υπηκοότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
народ, иноплеменник, подданство, гражданство, нация, национальность, народность, гражданства, гражданстве, гражданственности, гражданственность

υπηκοότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nasjonalitet, statsborgerskap, medborgerskap, borgerskap, statsborgerskapet, ermedborgerskap

υπηκοότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nationalitet, medborgarskap, medborgarskapet, medborgare

υπηκοότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kansallisuus, kansalaisuus, kansalaisuuden, kansalaisuutta, kansalaisuuteen, kansalaisuudesta

υπηκοότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nationalitet, statsborgerskab, borgerskab, medborgerskab, unionsborgerskab, medborgerskab i

υπηκοότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
národnost, občanství, státní občanství, k občanství, státního občanství

υπηκοότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narodowość, obywatelstwo, obywatelstwa, obywatelska, obywatelskiej, obywatelskie

υπηκοότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állampolgárság, polgárság, állampolgárságot, állampolgári, polgárságot

υπηκοότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
millet, vatandaşlık, yurttaşlık, vatandaşlığı, vatandaşı

υπηκοότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нація, національність, народ, підданство, народе, громадянство, громадянства

υπηκοότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtetësi, qytetari, shtetësia, shtetësinë, qytetaria

υπηκοότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гражданство, гражданството, гражданството на, гражданско

υπηκοότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грамадзянства

υπηκοότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahvus, kodakondsus, rahvuskuuluvus, kodakondsuse, kodakondsust, kodakondsusega, kodakondsusest

υπηκοότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
građanstvo, državljanstvo, državljanstva, građanstva, državljanstvu

υπηκοότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borgaravitund, ríkisborgararétt, réttindi, ríkisfang, ríkisborgararéttur

υπηκοότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tautybė, tauta, pilietybė, pilietiškumas, pilietybės, pilietybę, pilietiškumo

υπηκοότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tautība, nacionalitāte, pavalstniecība, pilsonība, pilsonību, pilsonības, pilsoniskums, pilsoniskumu

υπηκοότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
државјанство, државјанството, граѓанство, за државјанство

υπηκοότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
naţionalitate, cetățenie, cetățenia, cetățeniei, cetatenie, cetatenia

υπηκοότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
národnost, državljanstvo, narodnost, državljanstva, državljanstvu, državljanska, državljanstvom

υπηκοότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
občianstvo, občianstva, občianstve, občianstvu, príslušnosť

Στατιστικά δημοτικότητας: υπηκοότητα

Τυχαίες λέξεις