Einförmigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: einförmigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομοιομορφία, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abtasten στα ελληνικά - γεύομαι, δείγμα, αγναντεύω, ερευνώ, σαρώνω, δοκιμάζω, σάρωση, ...
- begleitungen στα ελληνικά - συνοδευτικά, accompaniments, ακομπανιαμέντων, συνοδευτικών, συνοδείας
- betriebssystemkern στα ελληνικά - ψίχα, πυρήνας, πυρήνα του λειτουργικού συστήματος, πυρήνας του λειτουργικού συστήματος
- bezahlen στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Τυχαίες λέξεις
Einförmigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομοιομορφία, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία
Μεταφράσεις: ομοιομορφία, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία