Λέξη: πειρασμός

Σχετικές λέξεις: πειρασμός

πειρασμός τελευταίο επεισόδιο με ελληνικούς υπότιτλους, πειρασμός σολωμός, πειρασμός στο θέατρο ελυζε, πειρασμός συνώνυμα, πειρασμός επεισόδιο 29, πειρασμός τελευταίο επεισόδιο, πειρασμός english, πειρασμός σουβλάκι, πειρασμός επεισόδια, πειρασμός επεισόδια με ελληνικούς υπότιτλους, ο πειρασμός, ο τελευταίος πειρασμός, πειρασμος, ant1 πειρασμός

Συνώνυμα: πειρασμός

σατανάς, δελεαστής, σκανδαλιστής

Μεταφράσεις: πειρασμός

πειρασμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
temptation, tempting, tempter, a temptation, temptation to

πειρασμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tentación, la tentación, tentación de, tentaciones

πειρασμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versuchung, Versuchung, Verführung, Versuchungen, der Versuchung

πειρασμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séduction, amorce, tentation, la tentation, tentation de, tentations, tenté

πειρασμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tentazione, tentazioni, la tentazione, tentazione di, di tentazione

πειρασμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tentação, temptation, a tentação, tentações, tentação de

πειρασμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verleiding, temptatie, verlokking, aanvechting, verzoeking, de verleiding, bekoring, verleidingen

πειρασμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искушение, обольщение, соблазн, приманка, искушения, искушением, соблазна

πειρασμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fristelse, fristelsen, lett, er lett, fristelser

πειρασμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frestelse, frestelsen, frestelser, frestande, frestas

πειρασμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiusaus, viettelys, viehe, houkutus, viekoitus, kiusausta, kiusaukseen, kiusauksen

πειρασμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fristelse, fristelsen, fristelsen til, fristelser, fristende

πειρασμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokušení, svádění, svod, lákadlo, pokušením, temptation, lákadlem

πειρασμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokuszenie, kuszenie, pokusa, pokusą, pokusy

πειρασμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kísértés, kísértésnek, kísértést

πειρασμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayartma, Temptation, günaha, bir günaha, cazibesi

πειρασμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокуса, спокусу, спокуси

πειρασμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
joshje, tundimi, tundim, tundimin, sprovë

πειρασμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съблазни, изкушение, изкушението, изкушения, съблазън, изкушенията

πειρασμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спакуса, спакусу, спакусе, спакушэнне, спакусы

πειρασμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiusatus, kiusatusele, kiusatusse, kiusatuse, kiusatust

πειρασμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskušenje, napast, kušnja, iskušenju, napast da

πειρασμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
freisting, freistni, freistingar, freistingu, freistingin

πειρασμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagunda, pagundai, kyla pagunda, pagundos, gundymas

πειρασμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vilinājums, kārdinājums, kārdinājumu, kārdinājumam

πειρασμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
искушението, искушение, искушенија, предизвик

πειρασμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ispită, ispitei, ispita, tentație, ispite

πειρασμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokušení, skušnjava, skušnjavi

πειρασμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lákadlo, pokušení, pokušenie, pokušeniu, pokušenia

Στατιστικά δημοτικότητας: πειρασμός

Τυχαίες λέξεις