Einhalten στα ελληνικά

Μετάφραση: einhalten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξακολουθώ, σταματώ, κρατώ, ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, κατακρατώ, εμμένω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Einhalten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abbauen στα ελληνικά - κατεδαφίζω, καταρρεύσει, σπάσει, κατανείμει, αναλύονται, διασπώνται
  • anschnauzend στα ελληνικά - strafing
  • bekanntenkreis στα ελληνικά - γνωριμία, τον κύκλο των γνωριμιών, κύκλο των γνωριμιών, κύκλο γνωριμιών, κύκλο του
  • blaustrumpf στα ελληνικά - γυναίκα διανοούμενη, λόγια γυνή, διανοούμενη
Τυχαίες λέξεις
Einhalten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξακολουθώ, σταματώ, κρατώ, ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, κατακρατώ, εμμένω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε