Λέξη: πικάντικο

Σχετικές λέξεις: πικάντικο

πικάντικο ρέθυμνο, πικάντικο λαχταριστό λαχματζούν, πικάντικο λεμεσός, πικάντικο κοτόπουλο με πιπεριές, πικάντικο ρύζι, πικάντικο αίγιο, πικάντικο κοτόπουλο, πικάντικο χοιρινό, πικάντικο ξάνθη, πικάντικο ιωάννινα

Μεταφράσεις: πικάντικο

πικάντικο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
savoury, spicy, pungent, piquant, a spicy

πικάντικο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gustoso, picante, picantes, especiado, picante de, especias

πικάντικο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmackhaft, würzig, scharf, pikant, würzigen, würzige

πικάντικο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
savoureux, parfumé, bon, délicieux, salé, épicé, épicée, épicés, piquant, piquante

πικάντικο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piccante, speziato, piccanti, speziata, speziati

πικάντικο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
picante, apimentado, spicy, Condimentadas, picantes

πικάντικο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gekruid, kruidig, pittige, kruidige, pittig

πικάντικο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вкусный, острый, привлекательный, приятный, пикантный, соленый, пряный, пряные, пряным, пряная

πικάντικο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
delikat, krydret, sterkt krydret, pikant, spicy, sterk

πικάντικο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kryddig, spicy, kryddiga, kryddstark, kryddigt

πικάντικο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mausteinen, spicy, mausteista, mausteisia, tulista

πικάντικο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krydret, spicy, kryddersaucer, krydrede

πικάντικο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chutný, voňavý, lahodný, pikantní, kořeněná, kořeněné, pikantn, kořenitá

πικάντικο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
smaczny, aromatyczny, pikantny, ostry, korzenny, ostre, pikantne

πικάντικο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fűszeres, csípős, pikáns, a fűszeres

πικάντικο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baharatlı, acılı, spicy, baharatlı bir

πικάντικο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смачний, пряний

πικάντικο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me erëza, me aromë, pikant, djegëse, aromë

πικάντικο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пикантен, пикантни, пикантна, подправки, пикантно

πικάντικο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэзкі, рэзкім, востры

πικάντικο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vürtsikas, vürtsika, vürtsine, vürtsises, vürtsikad

πικάντικο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijatan, nepristojan, pikantan, začinjen, duhovit, začinjeno

πικάντικο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kryddaður, sterkan, krydduðum, krydduð, kryddað

πικάντικο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aštrus, aštrūs, pikantiškas, prieskonių, aštriu

πικάντικο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pikants, pikanta, pikantu, pikantās, pikantā

πικάντικο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зачинета, зачинети, зачинет, зачински, пикантен

πικάντικο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
picant, picante, condimentat, condimentate, picanta

πικάντικο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spicy, pikantno, pikantna, začinjene, pikanten

πικάντικο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pálivý, chuťovka, slaný, pikantné, pikantná, pikantnou, pikantnú, pikantnej
Τυχαίες λέξεις