Einkommen στα ελληνικά

Μετάφραση: einkommen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, έσοδο, πρόστυχος, αποδοχές, απολαβή, αισχρός, εισόδημα, ακαθάριστος, απολαβές, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
Einkommen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ameisenähnlich στα ελληνικά - σαν τα μυρμήγκια
  • ausgeschlüpft στα ελληνικά - εκκολαφθεί, εκκολάφθηκαν, εκκολάπτονται, εκκολαφθέντων, που εκκολάφθηκαν
  • degradiert στα ελληνικά - υποβιβαστεί, υποβιβάστηκαν, υποβιβάστηκε, υποβαθμιστεί, υποβιβασμό
  • diskriminierung στα ελληνικά - διάκριση, διακρίσεις, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
Τυχαίες λέξεις
Einkommen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, έσοδο, πρόστυχος, αποδοχές, απολαβή, αισχρός, εισόδημα, ακαθάριστος, απολαβές, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων