Εισόδημα στα γερμανικά

Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einkommen, einkommensquelle, einnahme, einkünfte, Einkommen, Gewinn, Einnahmen, Einkünfte, Einkommens
Εισόδημα στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισόδημα

εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας γερμανικά, εισόδημα στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εισροή στα γερμανικά - zufuhr, einfuhr, Zufluss, Zustrom, Zulauf
  • εισχωρώ στα γερμανικά - durchdringen, eindringen, dringen, penetrieren, vordringen
  • εκατομμύριο στα γερμανικά - million, Million, Mio., Millionen, Mio
  • εκατονταετηρίδα στα γερμανικά - jahrhundert, hunderter, Hundertjahrfeier, hundertjährigen, hundertsten, Jubiläums
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: einkommen, einkommensquelle, einnahme, einkünfte, Einkommen, Gewinn, Einnahmen, Einkünfte, Einkommens