Λέξη: κηλίδα

Σχετικές λέξεις: κηλίδα

κηλίδα δέρμα, κηλίδα στο δέρμα, μογγολοειδής κηλίδα, κηλίδα συνώνυμα, κηλίδα στον ήλιο, ωχρή κηλίδα, κηλίδα του φουξ, ωχρά κηλίδα, κηλίδα στα χείλη, κηλίδα στο μάτι

Συνώνυμα: κηλίδα

στίγμα, μουτζούρα, θολούρα, κόπος, βάσανα, ενόχληση, μομφή, προσβολή, μουσική σύνδεση, καπνιά, ερυσίβη, αισχρολογίες, ρυπαρογραφήματα, σημείο, λεκές, τόπος, κηλίς, μπάλλωμα, τεμάχιο γης, λέρα, βαφή, μουντζούρα, μόλυσμα, ψεγάδι, ελάττωμα, ατέλεια, σημαδάκι

Μεταφράσεις: κηλίδα

κηλίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stain, slick, spot, patch, blot, speckle

κηλίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mancha, mancilla, manchar, lugar, punto, punto de, terreno

κηλίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmutz, schandfleck, seiden, beizen, glattweg, spick, beize, poliert, seidig, fleck, listig, schlau, Stelle, Fleck, Punkt, Ort, Spot

κηλίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endroit, malin, patrouiller, glissant, mâchurer, lisse, teinture, entacher, salir, encrasser, maculer, ordure, habile, rusé, uni, teindre, place, spot, tache, point

κηλίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiazza, macchia, insudiciare, imbrattare, punto, posto, spot, luogo

κηλίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ardiloso, vacilar, astuto, ladino, mancha, local, lugar, ponto, vista

κηλίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
smet, uitgeslapen, slim, sluw, doortrapt, bezoedelen, listig, schalks, bekladden, smetten, gewiekst, vlek, plek, plaats, ter plaatse, plaatse, spot

κηλίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
краска, изощренный, бесславие, клеймо, грязь, пятно, скользкий, запачкать, пленка, стамеска, неглубокий, запятнать, подтёк, изящный, хитрый, изъян, место, местом, месте, пятна

κηλίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flekk, søle, glatt, sted, stedet, base, sted for

κηλίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fläck, fläcka, slug, plats, spot, platsen

κηλίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lika, tahrata, ovela, tahria, pilkku, törky, läikkä, liukkaus, viekas, liukas, tahra, läiskä, saasta, lipevä, paikka, paikalla, spot, paikan päällä, paikan

κηλίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plet, sted, stedet, spot, godt

κηλίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
barvení, obarvit, prohnaný, zamazat, potřísnit, hladký, zašpinit, vychytralý, vybroušený, barvit, mořit, umazat, flek, špinit, zneuctít, skvrna, místo, bod, místem, místě

κηλίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śliski, plama, plamić, przysiek, splamić, poplamić, bejca, zgrabny, brudzić, zababrać, zabarwienie, zręczny, babrać, skaza, zwinny, bejcować, miejsce, plamka, miejscowość, punkt

κηλίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olajréteg, simító, ügyesen, folt, helyszíni, helyszínen, spot, azonnali

κηλίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kir, kurnaz, ipekli, pislik, hilekâr, leke, nokta, spot, yer, bakmanıza gerek, bir nokta

κηλίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
швидкий, стамеска, пляма, плямувати, розважальний, цятка, спритний, фарба, плівка, заплямувати, пляму

κηλίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vend, spot, vend i, vend të, pikë

κηλίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
място, петно, точка, спот

κηλίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пляма, пляму

κηλίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peits, libe, plekk, toonima, õlilaik, punkt, koht, kohapeal, koha, kohapealset

κηλίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
boja, okretan, ravno, mrlja, ljaga, gladak, zaprljati, osramotiti, lukav, mjesto, točka, baza, licu mjesta, mjesto za

κηλίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blettur, koma auga, auga, að koma auga, reitur

κηλίδα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lubricus, macula

κηλίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dėmė, purvas, gudrus, vieta, taškas, Jums reikia, vietoje

κηλίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izveicīgs, manīgs, netīrumi, dubļi, viltīgs, traips, vieta, plankums, vietas, neko

κηλίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
место, на самото место, самото место, точка, спот

κηλίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pată, pat, murdărie, viclean, punct, loc, fața locului, punctul, bază

κηλίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
umazat, mesto, kraj, točka, kraju, lokaciji

κηλίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mastný, miesto, namiesto, miesta

Στατιστικά δημοτικότητας: κηλίδα

Τυχαίες λέξεις