Einmachen στα ελληνικά

Μετάφραση: einmachen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουτί, μπορώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης
Einmachen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anwendung στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, χρήση, εργασία, άσκηση, εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, ...
  • beilegen στα ελληνικά - προσθέτω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
  • bilderrätsel στα ελληνικά - λεξίγριφος, εικονόγριφος, rebus, εικονογραφημένος γρίφος
  • deportation στα ελληνικά - απέλαση, εξορίζω, εξορία, απέλασης, απέλασή, την απέλαση, η απέλαση
Τυχαίες λέξεις
Einmachen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουτί, μπορώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης