Λέξη: στριμώχνω

Σχετικές λέξεις: στριμώχνω

στριμώχνω συνώνυμα

Συνώνυμα: στριμώχνω

συσκευάζω, πακετάρω, στοιβάζω, συνωστίζομαι, συνωστίζω, συνοστίζομαι, επιστρατεύω βίαια, πιέζω, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, σφίγγω, στίβω, ζουλώ, θέτω ανάμεσα

Μεταφράσεις: στριμώχνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corner, squeeze, sandwich, crowd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pico, estrechar, estrujar, colar, oprimir, angular, comprimir, apretar, esquina, sandwich, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tussi, zusammenpressen, kneifen, zerdrücken, zwicken, kante, quetschen, schieben, nische, umarmen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pousser, embrasser, serrer, enfoncer, fourrer, monopoliser, resserrer, corner, coin, niche, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cantuccio, premere, spigolo, cantone, angolo, spremere, sandwich, panino, a sandwich, sandwich di, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esquina, agachar-se, nicho, canto, aperto, sanduíche, sandwich, sanduíche de, de sanduíche, sandes
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dringen, knellen, hoek, nis, drukken, persen, sandwich, boterham, broodje, sandwich van, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
защемлять, вдвигаться, выжимки, скупать, надавливать, ущемлять, выжимать, уголок, прижимать, пойти, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vinkel, nisje, trykke, sandwich, smørbrød
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vinkel, hörn, vrå, krama, klämma, smörgås, sandwich
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pusertaa, litistää, tunkea, nurkkaus, soppi, kolkka, nurkka, tiraus, kulma, komero, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
presse, knuse, trykke, hjørne, afkrog, sandwich
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štípnout, mačkat, zmáčknout, stisk, stáhnout, mačkání, stlačit, roh, protlačit, štípat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uścisk, róg, wyciskać, pchać, dusić, ściskać, wierzchołek, zgniatać, zgniot, przeciskać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
saroklemez, szájszöglet, fordulat, falkiszögellés, fészek, égtáj, szendvics, szendvicset, sandwich
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hücre, sıkıştırmak, sıkmak, köşe, sandviç, Sandwich, bir sandviç
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кут, стиск, куток, закуток, відтиск, здавити, відбиток, стискання, ріг, сендвіч, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cep, sanduiç, sandviç, sanduiç të, sandwich, sanduiç i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сандвич, сандвича, сандвичи
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэндвіч
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pitsitama, osalus, nurk, tänavanurk, pigistama, võileib, sandwich, võileiva, võileiba
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utisnuti, ugao, iscijediti, ćošak, stisnuti, kut, istisnuti, sendvič, sandwich, sendviča, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samloku, Sandwich, samloka, samlokugrill, í Sandwich
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
angulus, premo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kampas, sumuštinis, sandwich, sumuštiniai, sumuštinių, sumuštinį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kniebt, stūris, kost, kakts, saspiest, saberzt, sviestmaize, sendvičs, sviestmaižu, sviestmaizi, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нишата, сендвич, сендвичи, сендвичот, за сендвичи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stoarce, col, colţ, alcov, sandwich, tip sandwich, sandviș, de tip sandwich, sandwich cu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sendvič, sandwich, sendviče, za sendviče, sendvič za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zovrieť, stisk, roh, sendvič, sandwich
Τυχαίες λέξεις