Einmal στα ελληνικά
Μετάφραση: einmal, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάποτε, εφάπαξ, μία ημέρα, ένα ημέρες, ένας ημέρες, ενός ημέρας, ένα ημέρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akquisition στα ελληνικά - απόκτημα, απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
- anachronistisch στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
- aufgebessert στα ελληνικά - ενισχύεται, ενίσχυσε, ενισχύθηκε, ενισχυθεί, ενισχυθούν
- braunrot στα ελληνικά - καστανοκόκκινη, καφεκόκκινου χρώματος, καφέ κόκκινο, καφεκόκκινο χρώμα, καστανέρυθρη
Τυχαίες λέξεις
Einmal στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάποτε, εφάπαξ, μία ημέρα, ένα ημέρες, ένας ημέρες, ενός ημέρας, ένα ημέρας
Μεταφράσεις: κάποτε, εφάπαξ, μία ημέρα, ένα ημέρες, ένας ημέρες, ενός ημέρας, ένα ημέρας