Λέξη: αφθονία
Σχετικές λέξεις: αφθονία
αφθονία αγγλικά, αφθονία μπουρέικ, αφθονία συνώνυμο, αφθονία ετυμολογία, αφθονία συνώνυμα, αφθονία ειδών, αφθονία αντωνυμο, αφθονία υλικών αγαθών, φυσική αφθονία, αφθονία στα αγγλικά
Συνώνυμα: αφθονία
σχεδία, πλωτά, μεγάλος αριθμός, εν αφθονία, άυθονος, άφθονος, πλεόνασμα, περίσσευμα, ευρύτητα, πλάτος, εύρος, υψηστή τιμή ρεύματος, ρεύμα υψηλής ποσότητας, δαψίλεια, γενναιοδωρία
Μεταφράσεις: αφθονία
αφθονία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abundance, affluence, plenty, galore, profusion
αφθονία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
opulencia, riqueza, abundancia, copia, la abundancia, abundancia de, abundante, gran cantidad
αφθονία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fülle, wohlstand, übermaß, reichtum, Überfluss, Fülle, Reichtum, Fluss
αφθονία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abondance, plénitude, foisonnement, opulence, exubérance, foison, aisance, surabondance, richesse, prospérité, l'abondance, abondance de, abondance des
αφθονία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricchezza, abbondanza, cuccagna, dovizia, opulenza, l'abbondanza, un'abbondanza, dell'abbondanza
αφθονία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abundância, fartura, a abundância, abundância de, abundante
αφθονία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weligheid, uitbundigheid, rijkdom, onbekrompenheid, overvloed, abundantie, menigte, volop
αφθονία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
довольство, наплыв, обилие, благосостояние, изобилие, множество, богатство, достаток, стечение, избыток, благодать, приток, обилия, обилием
αφθονία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overflod, mengde, rikt, rikelig
αφθονία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ymnighet, välstånd, överflöd, förekomst, överflödet, mängd, förekomsten
αφθονία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yltäkylläisyys, runsaus, rikkaus, runsaasti, runsautta, runsauden, runsaudesta
αφθονία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rigdom, overflod, væld, forekomst, tæthed, overdådighed
αφθονία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadbytek, bohatost, hojnost, blahobyt, bohatství, hojnosti, četnost, výskyt
αφθονία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasobność, dostatek, dobrobyt, hojność, obfitość, urodzaj, obfitości, bogactwo
αφθονία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bőség, rengeteg, bőségét, bőséges, bőségesen
αφθονία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
servet, çokluk, bolluk, bereket, bolluğu, zenginliği, çokluğu
αφθονία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стікання, множину, безліч, надлишок, приплив, притоку, достаток, напливши, множина, притока, масу, велика кількість, розмаїття
αφθονία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bollëk, bollëku, bollëkun, mbushullia, patur shumë
αφθονία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобилие, изобилието, разпространение, изобилието на
αφθονία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багацце, багацьце, дастатак, надмернасьць
αφθονία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rohkus, sisaldus, küllus, rikkus, veerohkus, arvukus, arvukuse, arvukust, arvukuses
αφθονία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bogatstvo, obilan, nagomilavanje, obilje, priliv, brojnost, obilja, obiljem, izobilju
αφθονία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gnægð, mikið, nóg, þéttleiki, mikli
αφθονία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opes, facultas
αφθονία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gausa, gausumas, gausos, gausą, perteklius
αφθονία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārpilnība, sastopamais, pārpilnību, summārie rādītāji, summārie
αφθονία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изобилството, изобилство, богатството, изобилие, богатство
αφθονία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abundenţă, abundență, abundenta, abundența, plin, abundenței
αφθονία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hotnost, številčnost, obilje, obilica, številčnosti, obilja
αφθονία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hojnosť, hojnosti