Λέξη: κατσαρός
Σχετικές λέξεις: κατσαρός
κατσαρός παναγιώτης α.ε.τ.β.ε, κατσαρός θωμάς, κατσαρός κωνσταντίνος, κατσαρός βασίλης, κατσαρός αντισταθείτε, κατσαρός γιώργος, κατσαρός μιχάλης, κατσαρός 2008, κατσαρός παναγιώτης
Συνώνυμα: κατσαρός
σγουρός, πτυχωτός
Μεταφράσεις: κατσαρός
κατσαρός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
curly, frizzy, crinkly, Katsaros
κατσαρός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crespo, rizado, muy rizado, encrespado, frizz
κατσαρός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lockig, lockenkopf, kraus, gewellte, geringelt, krauses, frizzy, krausen, krausem
κατσαρός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ondulant, ondé, ondulatoire, bouclé, ondulé, crêpelé, crépu, frisé, onduleux, crépus, frisés, Frizzy, Cheveux crépus
κατσαρός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricciuto, crespo, crespi, frizzy, ricci, frizzante
κατσαρός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crespos, crespo, enrolados, frizzy, Cabelo Crespo
κατσαρός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroeshaar, kroezend, frizzy, kroezig, kroes
κατσαρός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кудрявый, курчавый, волнистый, вьющийся, изогнутый, завитой, вьющиеся, вьющимися, вьющихся, курчавые
κατσαρός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frizzy, krusete, kruset
κατσαρός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
burrigt, frizzy, frissigt, krulligt, krusigt
κατσαρός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiemurainen, kihara, frizzy, pörröiset, pörröisille, kähärä
κατσαρός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kruset, frizzy, krusede
κατσαρός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kadeřavý, vlnitý, nakadeřený, kudrnatý, kudrnaté, kudrnatá, kadeřavé
κατσαρός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kędzierzawy, klamrowy, kręcony, chrupiący, frizzy, kędzierzawe, kręcone
κατσαρός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
göndör, frizzy, bodros
κατσαρός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kıvırcık, frizzy, bukle bukle, kıvırcıklık, kıvır kıvır
κατσαρός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кучерявенький, хвилястий, кучерявий, в'юнкий, витких, в'ється, що в'ється
κατσαρός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kaçurrel, i dredhur, dredhur
κατσαρός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
къдрав, къдрава, чуплива
κατσαρός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўецца, павойны, як уецца, які віўся
κατσαρός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kähar, lokkis, krässus, särisev, säbruline, säbar, Kihara
κατσαρός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvojak, kovrčati, kovrča, rotor, kovrčav, neposlušnu, frizzy, kovrčast, kovrčava
κατσαρός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrokkinn, liðaður, frizzy
κατσαρός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crispans
κατσαρός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garbanotas, garbanoti, Chrupiący
κατσαρός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
frizzy
κατσαρός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
frizzy
κατσαρός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buclat, creț, cret, frizzy, cârlionțat, toaletat
κατσαρός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kovrčav, Kovrčast
κατσαρός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kučeravý, kučeravé, Kudrna, kučeravá