Einrechnen στα ελληνικά

Μετάφραση: einrechnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω
Einrechnen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abfließen στα ελληνικά - στραγγίζω, οχετός, ρέουν, ροή, ρέει, ροής, ρεύσει
  • angezogen στα ελληνικά - προσέλκυσε, προσελκύσει, προσελκύονται, έλκονται, προσέλκυσαν
  • blähsucht στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, Blähsucht
  • dongle στα ελληνικά - κλειδί, κλειδί πρόσβασης, κλειδί υλικού
Τυχαίες λέξεις
Einrechnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω