Einschränkung στα ελληνικά

Μετάφραση: einschränkung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστολή, περιστολή, περιορισμός, φραγμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Einschränkung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antibiotikum στα ελληνικά - αντιβιοτικό, αντιβιοτικού, αντιβιοτικά, αντιβιοτική, στα αντιβιοτικά
  • besinnt στα ελληνικά - θυμάται, θυμηθεί, θυμάται ο, θυμάται την
  • bestimmungsort στα ελληνικά - προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό
  • divergenzen στα ελληνικά - αποκλίσεις, διαφορές, αποκλίσεων, οι αποκλίσεις, διαφορών
Τυχαίες λέξεις
Einschränkung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστολή, περιστολή, περιορισμός, φραγμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό