Λέξη: φλογερά

Συνώνυμα: φλογερά

φλογέρα, αυλός, φλάουτο, πίπιζα, ράβδωση

Μεταφράσεις: φλογερά

φλογερά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vehemently, ardently, fiery, ardent, flaming, fervid

φλογερά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ardientemente, ardor, ardiente, fervientemente, con ardor

φλογερά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heftig, vehement, heiß, leidenschaftlich, feurig, eifrig, inbrünstig

φλογερά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
véhémentement, violemment, ardemment, ardeur, avec ardeur, ardent, d'ardeur

φλογερά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ardentemente, ardore, ardente, con ardore

φλογερά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ardentemente, ardor, ardente, fervorosamente, com ardor

φλογερά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vurig, ardently, hartstochtelijk, ijverig, vuriger

φλογερά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пылко, стремительно, горячо, страстно, пламенно, ревностно

φλογερά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inderlig, ardently, brennende, ivrig, glødende

φλογερά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ardently, ivrigt, innerligt, brinnande

φλογερά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiihkeästi, ardently, hartaasti, hehkuvimmin, tulisesti

φλογερά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brændende, glødende, inderligt, ivrigt, ardently

φλογερά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudce, vehementně, vřele, horlivě, žhavě, vroucně, horoucně

φλογερά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zajadle, gwałtownie, żarliwie, gorliwie, płomiennie, gorąco, zapałem

φλογερά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hevesen, lelkesen, buzgón, forrón, buzgó

φλογερά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hararetle, ateşli, hevesle, ateşli bir, gayretle

φλογερά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жагливий, жагучий, шалений, гаряче, палко

φλογερά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me entuziazëm, entuziazëm, zjarr, me zjarr

φλογερά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пламенно, горещо, ревностно, страстно, разпалено

φλογερά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
горача, цёпла

φλογερά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõuliselt, kirglikult, tulihingeliselt, tuliselt, ei kustu, leidnud Temas endas

φλογερά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vatreno, žarko, zdušno, ardently, usrdno

φλογερά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ardently

φλογερά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karštai, aistringai, Karšti, Gorliwie, Liepsna

φλογερά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dedzīgi, kvēli, karsti

φλογερά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фанатично, жестоко, фанатично е, ardently

φλογερά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arzător, ardoare, cu ardoare, ardent, înflăcărare

φλογερά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
goreče, Strasno, mrzlično, sta mrzlično, vneto

φλογερά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrelo, srdečne, vřele, vrele, potešením
Τυχαίες λέξεις