Λέξη: τρώω

Σχετικές λέξεις: τρώω

τρώω παγάκια, τρώω και δεν παχαίνω, τρώω τον άμπακο, τρώω πολύ, τρώω ονειροκρίτης, τρώω χυλόπιτα, τρώω υγιεινά, τρώω conjugation, τρώω συνέχεια, τρώω τα νύχια μου

Μεταφράσεις: τρώω

τρώω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eat, nosh, I eat, eating

τρώω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comer, jamar, papeo, Nosh, el Nosh, Nosh de, el Nosh de

τρώω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
speisen, essen, fressen, Schmaus, nosh, Essgelegenheiten, von Nosh

τρώω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouffer, mangent, manger, boulotter, bâfrer, dévorer, mangeons, mangez, chiquer, bouffe, Nosh, bouffe de, la bouffe, la bouffe de

τρώω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mangiare, fare uno spuntino, Nosh, gustare uno spuntino, spuntino, di Nosh

τρώω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coma, fácil, tragar, tomar, comer, Nosh, culinára, Nosh de, o Nosh

τρώω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebruiken, nuttigen, eten, bikken, vreten, hapje, Nosh, nosh behang, van Nosh

τρώω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поесть, наедаться, питаться, проедать, пожирать, изводить, наесться, есть, доедать, скушать, кушать, въесться, шамкать, покориться, съедать, съесть, перекус, Nosh, Нош

τρώω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ete, spise, nosh, ta en matbit, matbit, en matbit, av Nosh

τρώω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
äta, nosh, noshen, också Nosh

τρώω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aterioida, vetää, syödä, popsia, ruokailla, ruoka, nosh, sapuska

τρώω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spise, æde, nosh, af Nosh, i Nosh, på Nosh

τρώω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jíst, sníst, leptat, rozežrat, sežrat, žrát, papat, polykat, jídlo, Nosh

τρώω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żreć, wyżerać, spożywać, zjadać, spożyć, jadać, najeść, jeść, zjeść, pojeść, nosh, rewelacyjne za dobrą cenę

τρώω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nosh, kaja

τρώω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nosh, çerez ve

τρώω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вершки, покоритися, покоритись, поїсти, перекус, перекушування

τρώω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ha, Nosh

τρώω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ям, Nosh

τρώω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
есьцi, перакус

τρώω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
närima, tarvitama, Toit, Sapuska, Nosh

τρώω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojesti, jesti, nosh

τρώω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borða, éta, höfum það huggulegt

τρώω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kąsti, valgyti, Pavalgyti, virtuvę

τρώω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ēst, Nosh

τρώω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
nosh

τρώω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Nosh

τρώω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jesti, nosh

τρώω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jesť, Nosh

Στατιστικά δημοτικότητας: τρώω

Τυχαίες λέξεις