Einst στα ελληνικά

Μετάφραση: einst, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφάπαξ, κάποτε, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά
Einst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anziehend στα ελληνικά - ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά
  • beschauer στα ελληνικά - θεατής, θεατή, θεατών, των θεατών, θεατές
  • bestreute στα ελληνικά - πασπαλισμένες, πασπαλισμένα, πασπαλισμένο, πασπαλίζονται, σκορπιστεί
  • doppelzüngig στα ελληνικά - διπρόσωπος, διπρόσωπη, διπρόσωπο, διπλοπροσωπία, διπρόσωποι
Τυχαίες λέξεις
Einst στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφάπαξ, κάποτε, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά