Λέξη: αποκηρύσσω

Σχετικές λέξεις: αποκηρύσσω

αποκηρύσσω συνωνυμο, αποκηρύσσω σημασια, αποκηρύσσω λεξικο, αποκηρύσσω συνώνυμα, αποκηρύσσω κλιση

Συνώνυμα: αποκηρύσσω

ανακαλώ διά όρκου, υποκηρύσσω διά όρκου, αποκρούω, εξομνύω, απαρνούμαι, παλινωδώ, αναιρώ, αρνούμαι, αποκηρύττω, απαρνιέμαι, αποποιούμαι, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, αποβάλλω

Μεταφράσεις: αποκηρύσσω

αποκηρύσσω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
renounce, disavow, recant, disown, repudiate, abjure

αποκηρύσσω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resignar, renunciar, desistir, retractar, retractarse, retractarse de, abjurar

αποκηρύσσω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
resignieren, zurücktreten, widerrufen, Widerruf, zu widerrufen, abzuschwören, recant

αποκηρύσσω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renonçons, renoncer, abandonner, désavouer, renoncez, renoncent, résigner, nier, renier, abdiquer, désister, abjurer, rétracter, se rétracter, recant

αποκηρύσσω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinunziare, rinunciare, ritrattare, abiurare, rinnegare, ritrattare le, recant

αποκηρύσσω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renove, renovar, desdizer, renegar, abjurar, se retratar

αποκηρύσσω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvallen, opgeven, herroepen, te herroepen, recant, herroepen van

αποκηρύσσω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отказаться, отмежевываться, отнекиваться, запираться, оспорить, отрекаться, возразить, дезавуировать, оспаривать, отказываться, отрицать, отрешаться, возражать, отступаться, отречься, отречься от, покаяться, отречется

αποκηρύσσω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frasi, recant, fornekte, avsverge, avsvergelse

αποκηρύσσω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avsvärja, återkalla, ta tillbaka, avsäga, avsäga sig

αποκηρύσσω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luovuttaa, kieltää, alistua, jättää, luopua, perua, peruuttaa väitteensä, recant, peruuttaa sanansa

αποκηρύσσω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsværge, tilbagekalde, recant, sine ord tilbage, tage sine ord tilbage

αποκηρύσσω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
abdikovat, odstoupit, popřít, rezignovat, odvolat, zřekl, se zřekl, odvolal, zřeknout

αποκηρύσσω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dezawuować, wyrzekać, zrzekać, wypierać, zdezawuować, wyrzec się, odwołać, recant, wyrzec, odwołał

αποκηρύσσω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtagad állítást, visszavon állítást, vonja vissza, visszavonni, tagadták

αποκηρύσσω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
caymak, vazgeçmek, sözünü geri, recant, vazgeçip

αποκηρύσσω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заперечувати, відмежовуватися, відмовлятися, відрікатися, зрікатися, отрекаться, відрікатись

αποκηρύσσω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheq mbrapsht, lexonte, mohonte

αποκηρύσσω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отрекат, отрече, се отрече, отрекат от, се отрекат

αποκηρύσσω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зракацца, адракацца, выракацца, адмаўляцца

αποκηρύσσω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eitama, Keelata, lahti ütlema, Tühistab, Tühistada sõnad avalikult, seisukohtadest lahti ütlema

αποκηρύσσω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanijekati, dezavuirati, otkloniti, odricati, odbiti, poricati, odreći, poreći, oporeći, odricati se, odricanje

αποκηρύσσω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
recant

αποκηρύσσω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atšaukti, atsižadėti, Atsisakyti, išsižadėti, Atsisakyti savo nuomonės

αποκηρύσσω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atteikties

αποκηρύσσω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
recant

αποκηρύσσω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezice, retracteze, se dezice, renege, dezică

αποκηρύσσω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Oporeći, preklical, recant

αποκηρύσσω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvolať, zrušiť, odvolať sa, odvolanie, odvolávať
Τυχαίες λέξεις