Λέξη: κυκλοθυμικός

Σχετικές λέξεις: κυκλοθυμικός

είμαι κυκλοθυμικός, κυκλοθυμικός ορισμός, κυκλοθυμικός στα αγγλικά, κυκλοθυμικός χαρακτήρας, tus κυκλοθυμικός, κυκλοθυμικός συνώνυμο, κυκλοθυμικός αγγλικά, κυκλοθυμικός λεξικό, κυκλοθυμικός translate, κυκλοθυμικός καιρός

Μεταφράσεις: κυκλοθυμικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
temperamental, moody
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caprichoso, Moody, mal humor, temperamental, malhumorado
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veranlagungsgemäß, temperamentvoll, launisch, moody, stimmungsvolle, launischen, stimmungsvollen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lunatique, capricieux, de mauvaise humeur, Moody, mauvaise humeur, morose
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lunatico, moody, di Moody, lunatica, volubile
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
temperamental, Moody, a Moody, melancólico
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
humeurig, Moody, humeurige, stemmige, somber
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
темпераментный, угрюмый, Moody, капризным, капризный, агентство Moody
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
humørsyk, moody, lune, lunefull, Moodys
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moody, lynnig, lynnigt, Moodys, lynniga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahantuulinen, äreä, Moody, tunnelmallisia, Moody'sin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Moody, humørsyg, lunefuld, lunefuldt, ustadig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náladový, náladová, moody, agentura Moody, náladoví
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapryśny, wybuchowy, nastrojowy, markotny, moody, nastrojowa, nastrojowym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
temperamentumos, rosszkedvű, kedvetlen, Moody, a Moody, Mordon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karamsar, moody, huysuz, hüzünlü bir, karamsar bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
темпераментний, похмурий, понурий, похмура
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me humor të rëndë, humor, me humor, moody, humor të rëndë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
темпераментния, раздразнителен, в лошо настроение, подтиснат, унил, на настроения
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пануры, змрочны, апанураны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tujukas, Moody, Moody'se, tujutsema, tujukad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćudljiv, sumoran, Moody, neveseo, ćudljivo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Moody, Moodys, matsfyrirtækið Moody
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paniuręs, Moody, Rozkapryszony, niūrus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaprīzs, Moody, īgns, saīdzis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Мудис, Moody, нерасположен, нерасположено, Муди
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cu toane, indispus, Moody, capricios, toane
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moody, muhasta, muhast, agencija Moody, muhasto
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náladový
Τυχαίες λέξεις