Eintauschen στα ελληνικά

Μετάφραση: eintauschen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταλλάσσω, αλλάζω, επάγγελμα, αλλαγή, διακόπτης, εμπόριο, επιτήδευμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Eintauschen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angeschrägt στα ελληνικά - λοξοκομμένη, λοξότμητο, λοξοτομείται, πλαγιοτομές, λοξοτομημένο
  • blender στα ελληνικά - μίξερ, μπλέντερ, αναμικτήρα, ανάμικτη, αναμεικτήρα
  • bähen στα ελληνικά - υποκινώ, υποδαυλίζω, υποθάλπω, υποκαίω, υποδαυλίσουν, υποθάλψουν
  • diamanthart στα ελληνικά - διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
Τυχαίες λέξεις
Eintauschen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταλλάσσω, αλλάζω, επάγγελμα, αλλαγή, διακόπτης, εμπόριο, επιτήδευμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος