Λέξη: υλιστικός

Σχετικές λέξεις: υλιστικός

υλιστικός τρόπος ζωής, υλιστικός μονισμός

Συνώνυμα: υλιστικός

κοσμικός

Μεταφράσεις: υλιστικός

υλιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
materialistic, materialist, our materialistic, secularistic

υλιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
materialista, materialistas, materialismo, materialista de

υλιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
materialistisch, materialistischen, materialistische, materialistischer, materiellen

υλιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
matérialiste, matérialistes, matérialisme, matérialiste de

υλιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
materialistico, materialista, materialistica, materialisti, materialismo

υλιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
materialista, materialistas, materialistic, material

υλιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
materialistisch, materialistische, de materialistische, materiële, materialisme

υλιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
материалистический, материалистическая, материалистической, материалистическое, материалистическим

υλιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
materialistisk, materialistiske

υλιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
materialistisk, materialistiska, materialistiskt, materialistic, den materialistiska

υλιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
materialistinen, materialistisen, materialistista, materialistisia, materialistisesta

υλιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
materialistiske, materialistisk, materielt

υλιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
materialistický, materialistická, materialistické, materialistickou, materialista

υλιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
materialistyczny, materialistyczne, materialistyczna, materialistycznego, materialistycznej

υλιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
materialista, anyagias, anyagi, a materialista, materialisztikus

υλιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
maddi, materyalist, maddeci, materyalistik, materyalist bir

υλιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матеріаліст, матеріалістичний, материалистический, матеріалістичного, матеріалістична

υλιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
materialist, materialiste, materialistik, materialistë, materialiste për

υλιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
материалистичен, материалистична, материалистичната, материалистично, материалистическата

υλιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матэрыялістычны, матэрыялістычнай

υλιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
materialistlik, materialistliku, materialistlikud, materialistlikule, materialistlikust

υλιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
materijalist, materijalistički, materijalistička, materijalističko, materijalisti

υλιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efnishyggju, efnishyggju-, efnisleg, efnisleg gæði, um efnisleg

υλιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
materialistinis, materialistinė, materialistai, materialistinės, materializmo

υλιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
materiālistisks, materiālistiska, materiālistiski, materiālistiskā, materiālisms

υλιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
материјалистички, материјалисти, материјалистичка, материјалистичкото, материјалистичките

υλιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
materialist, materialistă, materialiste, materialista, materială

υλιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
materialistično, materialistične, materialistični, materialistična, materialisti

υλιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
materialistický, materialisticky, materialistické
Τυχαίες λέξεις