Λέξη: ενεργός

Σχετικές λέξεις: ενεργός

ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός δήμος ενεργοί πολίτες, ενεργός δημότης λαγκαδά, ενεργός δημότης, ενεργός διατομή, ενεργός πληθυσμός ελλάδας

Συνώνυμα: ενεργός

δραστήριος, δρων, ενεργητικός, αποτελεσματικός, ισχύων, μάχιμος

Μεταφράσεις: ενεργός

ενεργός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
active, effective, an active, activated, actively

ενεργός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
activo, activa, activos, activas, activamente

ενεργός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirksam, aktiv, rege, eingeschaltet, tätig, aktiven, aktive, aktiver

ενεργός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allant, agile, vivant, alerte, mouvementé, allègre, dispos, actif, sémillant, allume, agissant, animé, vivace, vif, actifs, actives, activement, activité

ενεργός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arzillo, attivo, attiva, attivi, attive, attività

ενεργός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
activo, diligente, ativo, activa, ativa, ativos

ενεργός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
actief, levendig, werkzaam, werkend, bedrijvig, werkdadig, actieve, werkzame, actief is, actief zijn

ενεργός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
активный, распорядительный, самодеятельный, подвижный, действующий, живой, бодрый, действенный, жизнедеятельный, оперативный, кадровый, деятельный, энергичный, активным, активное, активно, активной

ενεργός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
virksom, aktiv, aktive, aktivt, virke, aktivert

ενεργός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktiv, verksam, aktiva, aktivt, verksamma, verksamt

ενεργός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimen, aktiivinen, toimiva, toimekas, touhukas, aktiiviseen, aktiivisen, aktiivista, aktiivisesti

ενεργός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
virksom, aktiv, aktive, aktivt

ενεργός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
působivý, účinný, čilý, aktivní, činný, účinná, aktivním, činné, aktivního

ενεργός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
realny, aktywny, ruchliwy, aktyw, żywy, czynny, aktywne, aktywna, aktywnych

ενεργός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aktív, az aktív, hatóanyagot, aktívan, hatóanyag

ενεργός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkin, faal, aktif, aktif bir, etken, olarak aktif

ενεργός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ввімкнути, активний, енергійний, самодіяльний, активне, активна

ενεργός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aktiv, aktive, aktivë

ενεργός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
активен, активно, активното, активна, активната

ενεργός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актыўны, актыўная

ενεργός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiivne, toimekas, aktiivse, aktiivset, aktiivsete, aktiivselt

ενεργός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aktivnima, stvaran, živ, aktivnog, radan, aktivno, aktivan, aktivna, Active, aktivni

ενεργός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
starfsamur, virk, virka, virkt, virkur, virkir

ενεργός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
strenuus

ενεργός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktyvus, veiklus, aktyvi, aktyviai, veiklioji, veikia

ενεργός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedarbīgs, efektīvs, aktīvs, darbīgs, aktīvi, aktīvā, aktīva, aktīvo

ενεργός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
активен, активни, активна, активно, активните

ενεργός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
activ, activă, activa, activi

ενεργός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktivní, aktivna, aktiven, aktivni, aktivno, dejavna

ενεργός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aktívny, aktívna, aktívne, aktívnej, aktívnu

Στατιστικά δημοτικότητας: ενεργός

Τυχαίες λέξεις