Entschlossenheit στα ελληνικά
Μετάφραση: entschlossenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λύνω, διευθετώ, αποφασιστικότητα, σκοπός, αποφασίζω, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achseln στα ελληνικά - ώμους, τους ώμους, ώμοι, ώμων, ωμοπλάτες
- akustik στα ελληνικά - ακουστικός, ακουστική, ηχητικός, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
- akzeptanz στα ελληνικά - αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
- amtssitz στα ελληνικά - καθίζω, κάθισμα, θώκος, γραφείο, κατοικία, διαμονή, διαμονής, ...
Τυχαίες λέξεις
Entschlossenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λύνω, διευθετώ, αποφασιστικότητα, σκοπός, αποφασίζω, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Μεταφράσεις: λύνω, διευθετώ, αποφασιστικότητα, σκοπός, αποφασίζω, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό