Λύνω στα γερμανικά
Μετάφραση: λύνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entschließung, erklärung, entschlossenheit, lösen, zu lösen, Lösung, gelöst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λύνω
λύνω προβλήματα με ποσοστά, λύνω σύνθετα προβλήματα β δημοτικού, λύνω μάγια, λύνω προβλήματα με αντιστρόφως ανάλογα ποσά, λύνω συνώνυμα, λύνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, λύνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λόφος στα γερμανικά - anhöhe, hügel, Hügel, Berg, Anhöhe, Hügels
- λύμα στα γερμανικά - vergeuden, abfall, schwinden, verschwenden, einöde, verfallen, verwüsten, ...
- λύπη στα γερμανικά - betrübnis, kummer, bedauern, bereuen, trauern, neubewuchs, gram, ...
- λύση στα γερμανικά - auflösung, lösung, lösungskonzept, Lösung, Lösungs
Τυχαίες λέξεις
Λύνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: entschließung, erklärung, entschlossenheit, lösen, zu lösen, Lösung, gelöst
Μεταφράσεις: entschließung, erklärung, entschlossenheit, lösen, zu lösen, Lösung, gelöst