Ορυκτό στα αγγλικά
Μετάφραση: ορυκτό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ore, mineral, fossil, rock, a mineral
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ορυκτό
ore
- μετάλλευμα
- ορυκτό
- ορυκτό
Σχετικές λέξεις: ορυκτό
ορυκτό κρύσταλλο, ορυκτό αλάτι ιμαλαϊων, ορυκτό τάλκης, ορυκτό δάσος, ορυκτό καύσιμο, ορυκτό λεξικό γλώσσας αγγλικά, ορυκτό στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ορτύκι στα αγγλικά - quail, quails, a quail
- ορυκτολογία στα αγγλικά - mineralogy, mineralogical, mineralogy of
- ορυχείο στα αγγλικά - pit, mine, the mine, a mine, mining
- ορφανοτροφείο στα αγγλικά - orphanage, an orphanage, the orphanage
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: ore, mineral, fossil, rock, a mineral
Μεταφράσεις: ore, mineral, fossil, rock, a mineral