Entweder στα ελληνικά

Μετάφραση: entweder, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είτε, ή, ούτε, είτε να, είτε με
Entweder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgehauen στα ελληνικά - αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
  • auszankend στα ελληνικά - berating
  • bildhauer στα ελληνικά - γλύπτης, λαξευτής, γλύπτη, γλύπτρια, του γλύπτη, γλύπτριας
  • bundesministerium στα ελληνικά - υπουργείο, Ομοσπονδιακό, Bundesministerium, Ομοσπονδιακού, Bundesministerium καθώς
Τυχαίες λέξεις
Entweder στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είτε, ή, ούτε, είτε να, είτε με