Λέξη: κάδος

Σχετικές λέξεις: κάδος

κάδος κομποστοποίησης, κάδος ανατύπωσης, κάδος απορριμάτων, κάδος ανακύκλωσης στα vista, κάδος απόρριψης πάνας, κάδος μπάζα, κάδος σκουπιδιών κουζίνας, κάδος απορριμάτων κουζίνας, κάδος απορριμάτων ντουλάπι, κάδος κομποστοποίησης τιμές

Συνώνυμα: κάδος

μπάνιο, σκάφη λούτρου, σαπιοκάραβο, αργοκίνητο πλοίο, βαρέλι, κουβάς, σίκλος, σούγλος

Μεταφράσεις: κάδος

κάδος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bin, bucket, tub, pail, cask

κάδος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cesta, cubo, balde, cubeta, cubo de, cuchara

κάδος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
behälter, kasten, eimer, Eimer, Schaufel, Löffel, bucket

κάδος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coffre, panier, bourriche, poubelle, vase, bahut, benne, corbeille, récipient, manne, caisse, seau, godet, godets, bucket

κάδος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cassone, secchio, benna, secchiello, bucket, secchio di

κάδος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balde, caçamba, cubeta, balde de, bucket

κάδος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emmer, bak, bucket

κάδος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коробка, контейнер, ларь, коробок, бункер, закром, сундук, ведро, ковш, ковша, ведра, ковшового

κάδος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
binge, bøtte, bucket, skuffe, bøtta

κάδος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
binge, hink, skopa, skopan, bucket, hinken

κάδος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laari, säiliö, hinkalo, pönttö, ämpäri, bucket, kauhan, kauha, ämpäriin

κάδος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spand, bucket, spanden, skovl, skovlen

κάδος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
truhlice, truhla, bedna, koš, popelnice, nádoba, vědro, kbelík, bucket, lopata, lopaty

κάδος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pojemnik, paka, skrzynia, kubeł, skrytka, kosz, wiadro, czerpak, bucket, łyżka

κάδος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tároló, diliház, dézsa, faláda, vödör, bucket, markolókanál, vödröt, kanál

κάδος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kova, kepçe, bucket, kovası, kovalı

κάδος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бункер, контейнер, коробка, відро, сміття, цебро, для сміття, ведро

κάδος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kovë, kovë me, bucket, pallaskë, kovë e

κάδος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бункер, кофа, кофата, ведро, на кофата

κάδος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вядро

κάδος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
prügitünn, kast, salv, kopp, bucket, ämber, varustus kopp, kopa

κάδος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bunker, kanta, silos, rezervoar, kantu, sić, bucket, Skupno

κάδος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fötu, Bucket, Fata, skóflu, skóflum

κάδος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aruodas, kibiras, kaušas, bucket, Kaušo, kibirą

κάδος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spainis, Bucket, kauss, Spaiņi, kausa

κάδος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кофа, кофата, корпа, корпата, канта

κάδος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
găleată, galeata, Cupă, bucket, cupă pentru excavat

κάδος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koš, bucket, vedro, žlica, žlice, nakladalna žlica

κάδος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zásobník, vedro

Στατιστικά δημοτικότητας: κάδος

Τυχαίες λέξεις