Λέξη: σκαμπό
Σχετικές λέξεις: σκαμπό
σκαμπό μπαρ θεσσαλονίκη, σκαμπό ikea, σκαμπό μπαρ τιμές, σκαμπό τροχήλατο, σκαμπό με πλάτη, σκαμπό κρεβάτι, σκαμπό με ρόδες, σκαμπό πουφ, σκαμπό μπαρ, σκαμπό μπάνιου
Μεταφράσεις: σκαμπό
σκαμπό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stool, stools, footstool, barstool, of stools
σκαμπό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escabel, taburete, banqueta, taburetes, heces, deposiciones, taburetes de, las heces
σκαμπό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fäkalien, hocker, stuhlgang, kot, schemel, stuhl, Stühle, Hocker, Stuhl, Hockern
σκαμπό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tabouret, escabeau, selle, nègre*, subalterne, selles, tabourets, des selles, les selles, des tabourets
σκαμπό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgabello, sgabelli, feci, sgabelli da, gli sgabelli, sgabelli per
σκαμπό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pedra, lapidar, tamborete, tamboretes, fezes, banquinhos, banquetas, bancos
σκαμπό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruk, taboeret, ontlasting, krukjes, krukken, barkrukken, stoelgang
σκαμπό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
табуретка, стульчак, скамеечка, судно, стул, табурет, табуретки, табуреты, стулья, стула
σκαμπό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taburett, krakk, avføring, krakker, stoler, rakker, avføringen
σκαμπό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avföring, stolar, tolar, pallar, avföringen
σκαμπό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rahi, palli, wc-istuin, uloste, jakkara, jakkarat, ulosteet, ulosteista, ulosteessa
σκαμπό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afføring, skammel, ekskrementer, taburetter, stole, afføringen, barstole
σκαμπό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stolice, sedačka, stoličky, židle, stolici, sedačky
σκαμπό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
taboret, stołek, klęcznik, kał, zydel, stolec, taborety, stolce, stołki, taboretów
σκαμπό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hokedli, csalimadár, ablakpárkány, széklet, székek, székletben, széklete, széklettel
σκαμπό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iskemle, tabure, pislik, tabureler, dışkı, tabureleri, sandalyeler, dışkılama
σκαμπό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
табуретка, судно, лавочка, стілець, табурет, стул, випорожнення, стільця
σκαμπό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stol, stools, jashtëqitjet, jashtëqitjet e, Jashtëqitja, jashtëqitje
σκαμπό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпражнения, столове, изпражненията, табуретки
σκαμπό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэсла, стул
σκαμπό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõuk, taburet, taburetid, väljaheide, toolid, väljaheites, väljaheited
σκαμπό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stolica, panj, stolice, stolicama, stolicu, stolici
σκαμπό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hægðir, hægðum, kollar, kollarnir
σκαμπό στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
scamnum
σκαμπό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išmatos, taburetė, kėdės, viduriai, taburetės, viduriavimas
σκαμπό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izkārnījumi, ķeblis, taburetes, vēdera izeja, krēsli, izeja
σκαμπό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
столици, столица, изметот, столицата, измет
σκαμπό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
taburet, scaune, scaune de, scaun, taburete, scaunele
σκαμπό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blato, stoli, stolica, blata, stoli brez naslonjala
σκαμπό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stolička, stoličky, stolčeky, sedáky
Στατιστικά δημοτικότητας: σκαμπό
Τυχαίες λέξεις