Erlöser στα ελληνικά
Μετάφραση: erlöser, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωτηρία, λυτρωτής, Σωτήρος, Λυτρωτή, ο λυτρωτής, Redeemer
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausgereift στα ελληνικά - μεστός, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, ώριμο, ώριμη, γλυκόπιοτο, ...
- autorisieren στα ελληνικά - περνώ, ελευθερώνω, κυκλοφορώ, στενά, εναργής, πέρασμα, διαυγής, ...
- borniert στα ελληνικά - χαζός, στενόμυαλος, στενόμυαλη, στενόμυαλο, στενόμυαλοι, στενόμυαλες
- degradierung στα ελληνικά - υποβάθμιση, η υποβάθμιση, υποβάθμισης, αποικοδόμηση, αποδόμηση
Τυχαίες λέξεις
Erlöser στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωτηρία, λυτρωτής, Σωτήρος, Λυτρωτή, ο λυτρωτής, Redeemer
Μεταφράσεις: σωτηρία, λυτρωτής, Σωτήρος, Λυτρωτή, ο λυτρωτής, Redeemer