Λέξη: πεύκο

Σχετικές λέξεις: πεύκο

πεύκο μελίσσια, πεύκο καλαβρύτων, πεύκο κλάδεμα, πεύκο στα αγγλικά, πεύκο σε γλάστρα, πεύκο καστοριάσ, πεύκο ιδιότητες, πεύκο νάνο, πεύκο πολίτη, πεύκο δέντρο

Συνώνυμα: πεύκο

πεύκη

Μεταφράσεις: πεύκο

πεύκο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pine, pine tree, of pine, pine trees, pines

πεύκο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pino, languidecer, de pino, pinos, de pinos, del pino

πεύκο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kieferföhre, pinie, kiefer, kiefernholzsarg, Kiefer, Pinien, Kiefern

πεύκο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépérir, sécher, pin, pins, le pin, de pin, du pin

πεύκο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
languire, pino, di pino, pini, di pini, pine

πεύκο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pinho, beliscar, pinheiro, pinheiros, de pinho, do pinho

πεύκο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
den, pijnboom, vurenhout, Pine, grenen

πεύκο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истаять, изнемогать, томиться, иссыхать, изныть, чахнуть, жаждать, стосковаться, тосковать, сосна, изнывать, сосны, сосновый, сосновые, соснового

πεύκο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
furutre, furu, pine, i Pine, av Pine

πεύκο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tall, furu, pine

πεύκο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riutua, särkeä, petäjä, honka, mänty, kaihota, pine, männyn, mäntyä, pinè

πεύκο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyrretræ, fyr, pine, i Pine, af Pine

πεύκο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hynout, sosna, borovice, schnout, Pine, piniovă, borový, borové

πεύκο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
schnąć, choinka, marnieć, choina, tęsknić, sosna, sosnowy, Pine, sosny, sosnowe

πεύκο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fenyő, Pine, borovi, erdei fenyő

πεύκο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çam, Pine, çam ağacı

πεύκο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щипання, дурисвіт, сосна

πεύκο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pishe, pishë, pisha, pisha e, me pisha

πεύκο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бор, борова, борови, боровата, боров

πεύκο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хвоя, сасна, сосна

πεύκο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mänd, männi, pine, männipuidust, männist

πεύκο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bor, čeznuti, borovina, opadati, ananas, tugovati, borova, borove, bora, borovom

πεύκο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fura, atburður, furu, Pine, pinus

πεύκο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tabesco

πεύκο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pušinis, pušis, pušies, pušų, pušinio

πεύκο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priede, priežu, priedes, priežu skuju

πεύκο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бор, борова, борови, боровите, боровата

πεύκο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pin, de pin, pini, de pini, din pin

πεύκο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bor, pine, bora, borov, smreka

πεύκο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
borovice, borový, sosna, borovica, pine

Στατιστικά δημοτικότητας: πεύκο

Τυχαίες λέξεις