Erlauben στα ελληνικά

Μετάφραση: erlauben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκφραση, άδεια, επιτρέπω, αφήνω, ενοικιάζομαι, όψη, ανέχομαι, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Erlauben στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antivalenz στα ελληνικά - antivalence
  • backfett στα ελληνικά - συντόμευση, βράχυνση, σύντμηση, βράχυνσης, μαγειρικού λίπους
  • begleitperson στα ελληνικά - καβαλιέρος, συνοδεύω, ακολουθία, ίχνος, ίχνη, ίχνους, ιχνών, ...
  • billigungen στα ελληνικά - ΕΓΚΡΙΣΕΙΣ, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ, ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ
Τυχαίες λέξεις
Erlauben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκφραση, άδεια, επιτρέπω, αφήνω, ενοικιάζομαι, όψη, ανέχομαι, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει