Λέξη: καταστρεπτικός
Συνώνυμα: καταστρεπτικός
ολέθριος, καταστροφικός
Μεταφράσεις: καταστρεπτικός
καταστρεπτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devastating, destructive, disastrous, calamitous, catastrophic
καταστρεπτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destructivo, destructiva, destructivos, destructivas, destructor
καταστρεπτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verheerend, verwüstend, destruktiv, zerstörerisch, zerstörend, destruktiven, zerstörerischen
καταστρεπτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dévastant, dévastateur, destructif, accablant, destructeur, destructrice, destructive, destructifs
καταστρεπτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
distruttivo, distruttiva, distruttivi, distruttive, distruttrice
καταστρεπτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destrutivo, destrutiva, destrutivos, destrutivas, destruidor
καταστρεπτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vernietigend, destructieve, destructief, vernietigende, verwoestende
καταστρεπτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убийственный, огромный, опустошительный, разрушительный, разрушительной, разрушительным, разрушительными, разрушительное
καταστρεπτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
destruktiv, ødeleggende, destruktive, destruktivt
καταστρεπτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
destruktiv, destruktiva, destruktivt, förstörande, störande
καταστρεπτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suunnaton, tuhoisa, tuhoisaa, tuhoisia, rikkomattomat, tuhoava
καταστρεπτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
destruktiv, destruktive, ødelæggende, destruktivt, nedbrydende
καταστρεπτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ničivý, destruktivní, ničivé, ničivá, zničující
καταστρεπτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niszczycielski, destrukcyjny, destruktywny, niszczący, destrukcyjne
καταστρεπτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pusztító, destruktív, romboló, roncsolásos, roncsolásmentes
καταστρεπτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkıcı, tahrip edici, yıkıcı bir, zararlı, tahrip
καταστρεπτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
руйнівний, спустошливий, спустошення, руйнівного, руйнівна
καταστρεπτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkatërrues, shkatërruese, destruktive, destruktiv, shkatërrimtar
καταστρεπτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разрушителна, деструктивна, разрушителни, разрушително, разрушителната
καταστρεπτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разбуральны, сабе разбуральны, мярзотлівы, у сабе разбуральны
καταστρεπτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hävitav, silmipimestav, laastav, hävitava, destruktiivne, hävitavaid, destruktiivse
καταστρεπτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razoran, rušilački, destruktivno, destruktivne, destruktivan
καταστρεπτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyðileggjandi, eyðileggingar, eyðandi
καταστρεπτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ardomasis, žalingos, destruktyvus, destruktivnosti, destruktyvūs
καταστρεπτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iznīcinošs, postošs, destruktīvas, destruktīva, destruktīvu
καταστρεπτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
деструктивни, деструктивно, деструктивна, деструктивен, деструктивните
καταστρεπτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distructiv, distructive, distructivă, distructiva, distrugătoare
καταστρεπτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
destruktivno, destruktivni, uničujoča, destruktivne, destruktivna
καταστρεπτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ničivý, deštruktívne, deštruktívna, deštruktívny, deštruktívnej, deštruktívnou
Τυχαίες λέξεις