Λέξη: διαρρήκτης
Σχετικές λέξεις: διαρρήκτης
διαρρήκτης μαχαίρωσε τον τάσο μητρόπουλο μέσα στο σπίτι του, διαρρήκτης μπήκε σε σπίτι στρατιωτικού με μαύρη ζώνη, διαρρήκτης στα αγγλικα, διαρρήκτης μεταφραση, διαρρήκτησ αυτιάσ, διαρρήκτης ονειροκριτης, διαρρήκτης με το ζορι, διαρρήκτης ηλικίας... 2 ετών, μωρο διαρρήκτης
Συνώνυμα: διαρρήκτης
κλέπτης διά ρήξεως, νυχτοκλέπτης
Μεταφράσεις: διαρρήκτης
διαρρήκτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burglar, housebreaker, yegg, cracksman, a burglar
διαρρήκτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ladrón, antirrobo, de ladrón, Burglar, ladrones
διαρρήκτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einbrecher, dieb, Einbrecher, Einbruch, einbruchs
διαρρήκτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voleur, cambrioleur, crocheteur, antivol, effraction, intrusion
διαρρήκτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scassinatore, ladro, antifurto, antintrusione, antiscasso
διαρρήκτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assaltante, ladrão, de assaltante, contra roubo
διαρρήκτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inbreker, anti, inbraak
διαρρήκτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вор-взломщик, домушник, налетчик, громила, взломщик, налётчик, грабитель, охранной, охранная, Burglar
διαρρήκτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innbruddstyv, innbrudds, husa, innbruddsalarm
διαρρήκτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inbrottstjuv, inbrotts, stöldskydd, inbrottslarm, tjuv
διαρρήκτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
murtovaras, varkaudenesto, burglar, murto-, murtohälytin
διαρρήκτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indbrudstyv, tyven, tyv, tyverialarm, tyverisikring
διαρρήκτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lupič, zloděj, vloupání, lupič na, proti vloupání
διαρρήκτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włamywacz, burglar, antywłamaniowe, Włamywaczka, włamywaczem
διαρρήκτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betörő, betörést, betörés, betörőt, tolvaj
διαρρήκτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırsız, hırsızlık, hırsızın, soyguncu
διαρρήκτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грабіжник, зломщик, взломщик, хакер, зломник
διαρρήκτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hajdut, hajni, hajdut i, vjedhës, hajdut të
διαρρήκτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обирник, крадец, взлом, охранната, кражба
διαρρήκτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узломшчык, ўзломшчык
διαρρήκτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murdvaras, sissemurdja, valve-, Valvesignalisatsioonide, murdvarga
διαρρήκτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
provalnik, obijač, lopov, protuprovalni, protiv provale, provalnika
διαρρήκτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innbrotsþjófur, burglar
διαρρήκτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsilaužėlis, vagis, apsaugos nuo įsilaužimo, įsilaužimo, nuo įsilaužimo
διαρρήκτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kramplauzis, Burglar, apsardzes, ielaušanās, ielaušanos
διαρρήκτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
провалник, крадци, крадец, противпровална, крадецот
διαρρήκτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hoț, antifurt, efracție, antiefractie
διαρρήκτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlomilec, vlomilca, tatvini, protivlomna, Obijač
διαρρήκτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lupič, zlodej
Τυχαίες λέξεις