Erschöpfen στα ελληνικά

Μετάφραση: erschöpfen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγάρο, κούραση, νεφρίτης, αδελφή, νικώ, κόπωση, δέρνω, φορώ, εξαντλημένος, χτυπώ, κουρασμένος, κόπος, εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
Erschöpfen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansteigend στα ελληνικά - πάνω, άνω, επικλινής, κεκλιμένο, κεκλιμένη, επικλινή, επικλινές
  • archäologie στα ελληνικά - αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
  • aufgezwungen στα ελληνικά - επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επέβαλε, επιβληθεί, επιβλήθηκε
  • bundstiften στα ελληνικά - τσαμπί, μάτσο, δέσμη, σωρό, μπουκέτο
Τυχαίες λέξεις
Erschöpfen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγάρο, κούραση, νεφρίτης, αδελφή, νικώ, κόπωση, δέρνω, φορώ, εξαντλημένος, χτυπώ, κουρασμένος, κόπος, εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως