Λέξη: διαβητικός
Σχετικές λέξεις: διαβητικός
διαβητικός σύνδεσμος, διαβητικός τύπου 1, διαβητικός διατροφή, διαβητικός σκύλος, διαβητικός σύνδεσμος κύπρου, διαβητικός έλεγχος, μέλι διαβητικός, διαβητικός καταρράκτης, είμαι διαβητικόσ, διαβητικός σύλλογος
Μεταφράσεις: διαβητικός
διαβητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diabetic, a diabetic, are diabetic, the diabetic, are a diabetic
διαβητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diabético, diabética, diabéticos, diabetes, la diabetes
διαβητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diabetiker, diabetisch, Diabetiker, diabetischen, diabetische, diabetischer
διαβητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diabétique, diabétiques, diabète
διαβητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diabetico, diabetica, diabetici, diabete, per diabetici
διαβητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diabético, diabética, diabéticos, diabetes, diab�ica
διαβητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diabeticus, suikerziekte, diabetische, diabetes, diabetisch
διαβητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
диабетический, диабет, диабетик, диабетическая, диабетической, диабетом
διαβητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diabetiker, diabetisk, diabetic, diabetes, diabetiske
διαβητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diabetisk, diabetiker, diabetes, diabetic
διαβητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
diabeetikko, diabeettinen, diabeettisen, diabeetikon, diabeettiseen
διαβητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diabetisk, diabetiske, diabetiker, diabetes, diabetic
διαβητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diabetik, diabetický, diabetická, diabetické, diabetickou
διαβητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cukrzyk, diabetyk, diaboliczny, cukrzycowy, cukrzycowa, cukrzycowej, cukrzycową
διαβητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cukorbeteg, diabéteszes, diabetikus, diabeteses, cukorbetegeknek
διαβητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diyabetik, diabetik, diyabet, diyabetli
διαβητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діабетик, діабетичний, діабетичні
διαβητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diabetik, diabetike, diabet, me diabet, diabet të
διαβητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диабетик, диабетна, диабетична, диабетната, диабетно
διαβητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыябетычнай
διαβητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soojustjuhtiv, diabeetik, diabeetiline, diabeetilise, diabeediga, diabeetilist
διαβητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijabetičar, dijabetička, dijabetes, dijabetičke, dijabetične
διαβητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sykursýki, með sykursýki, vegna sykursýki, sykursýkis, sykursjúk
διαβητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diabetikas, diabetinė, diabetinės, cukriniu diabetu, diabetu
διαβητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diabētiķis, diabētiskā, diabētiska, cukura diabēts, cukura diabēta
διαβητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијабетична, дијабетес, дијабетичар, дијабетични, дијабетичари
διαβητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diabetic, diabetică, diabetice, diabetica, diabet zaharat
διαβητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diabetična, diabetik, sladkorno bolezen, diabetične, diabetično
διαβητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
diabetik, cukrovku, diabetickej
Τυχαίες λέξεις