Κουρασμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erschöpfen, ermüden, müde, müden, leid, ermüdet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρασμένος
κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, κουρασμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κουρέας στα γερμανικά - bader, barbier, herrenfriseur, frisör, friseur, Friseur, Barbier, ...
- κουρέλι στα γερμανικά - lappen, lumpen, fummel, unfug, putzlappen, alttextilien, belästigen, ...
- κουραφέξαλα στα γερμανικά - fälschung, fondant, pfuschen, fälschen, ausweichen, meiden, Nüsse, ...
- κουρδίζω στα γερμανικά - stimmung, furz, lied, weise, aufspulen, wind, aufrollen, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: erschöpfen, ermüden, müde, müden, leid, ermüdet
Μεταφράσεις: erschöpfen, ermüden, müde, müden, leid, ermüdet