Erschöpfung στα ελληνικά
Μετάφραση: erschöpfung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asthmatisches στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
- aufgekommen στα ελληνικά - ανασταίνομαι, προέκυψε κατά
- aussteifung στα ελληνικά - τονωτικός, ενίσχυση, Η ενίσχυση, οπλισμός, οπλισμό, οπλισμού
- beiläufige στα ελληνικά - ανέμελος, Casual, περιστασιακή, Καθημερινά, Άνετος
Τυχαίες λέξεις
Erschöpfung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης
Μεταφράσεις: κόπωση, εξάντληση, εξάντλησης, ανάλωση, αναλώσεως, ανάλωσης