Erteilen στα ελληνικά
Μετάφραση: erteilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, δίνω, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbröckelnd στα ελληνικά - θρυμματισμός, καταρρέουν, καταρρέει, καταρρέουσας, ετοιμόρροπη
- anfragend στα ελληνικά - φιλοπερίεργος
- aufschnitt στα ελληνικά - κοπή, κόψιμο, κόβω, αλλαντικά, αλλαντικών, τα αλλαντικά, κρύες αποκοπές
- bildend στα ελληνικά - εκπαιδευτικός, διαμορφωτική, διαμόρφωσης, διαμορφωτικής, εύπλαστη, διαμορφωτικό
Τυχαίες λέξεις
Erteilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, δίνω, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις: παραδίνω, δίνω, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί