Λέξη: μαστίχα

Σχετικές λέξεις: μαστίχα

μαστίχα σοπ, μαστίχα κοπανισμένη, μαστίχα στα αγγλικά, μαστίχα τιμή, μαστίχα χίου, μαστίχα σκόνη, μαστίχα σκίνος, μαστίχα χίου σκόνη, μαστίχα λικέρ, μαστίχα χίου ιδιότητες

Μεταφράσεις: μαστίχα

μαστίχα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gum, mastic, putty, masticha, mastic gum

μαστίχα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cola, pegar, encía, goma, masilla, almáciga, mastique, mastic, lentisco

μαστίχα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klebgummi, gummi, klebstoff, harz, zahnfleisch, leim, Mastix, Guss, Kitt, mastic

μαστίχα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gencive, glu, élastique, caoutchouc, gomme, colle, adhésif, encoller, gommage, mastic, de mastic, coulé, du mastic, le mastic

μαστίχα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gomma, mastice, lentisco, di mastice, del mastice, il mastice

μαστίχα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colas, gengiva, golfo, cola, colar, mástique, mastique, mastic, aroeira, de aroeira

μαστίχα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kleefmiddel, lijm, tandvlees, kleefstof, mastiek, mastik, kit, mastic, mastiki

μαστίχα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
леденец, резинка, резина, гумми, гуммиарабик, клей, мастика, камедь, десна, мастики, мастику, мастикой, мастичный

μαστίχα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tannkjøtt, lim, mastic, mastikk, mastiksen, mastiksens, mastik

μαστίχα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lim, mastix, kitt, massa, mastixen, mastik

μαστίχα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liima, kittiä, mastiksi, mastiksin, mastiksia, mastiksi-

μαστίχα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lim, klister, tandkød, gumme, mastiks, mastik, mastiksen, støbeasfalt, mastic

μαστίχα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lep, lepidlo, guma, gumování, naklížit, tmel, Mastic, litý, litého, z litého

μαστίχα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klej, guma, dziąsło, kit, lany, mastyki, mastyks, masy uszczelniającej

μαστίχα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gumi, gumicukor, gumifa, csipa, mézga, foghús, íny, masztix, öntött, masztixfából, masztixfa, masztixot

μαστίχα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zamk, tutkal, sakız, mastik, macun, sakızlı

μαστίχα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
склеювати, гума, гумка, камедь, льодяник, смолу, мастика

μαστίχα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çimçakëz, mastikë, stuko, rrëshqira, rrëshirë

μαστίχα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туткал, мастика, мастик, смола, кит, замазка

μαστίχα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
масціка

μαστίχα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ige, mastiksiga, mastiksit, mastic, mastiks, mastiksi

μαστίχα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
desni, guma, lijepak, lijepiti, mastika, lijevani, mastiks, lijevanog, mastic

μαστίχα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Mastic

μαστίχα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klijai, mastika, mastikos, Mastic

μαστίχα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smaganas, līme, mastika, mastikas, mastiku, Mastic

μαστίχα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непцето, мастика

μαστίχα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gingie, clei, mastic, de mastic, masticul, cu mastic, mastic de

μαστίχα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
guma, kita, kit, mastiks, Mastic, mastike

μαστίχα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lepidlo, tmel

Στατιστικά δημοτικότητας: μαστίχα

Τυχαίες λέξεις