Λαξευτής στα αγγλικά
Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sculptor, chiseler, carved
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λαξευτής
chiseler
- λαξευτής
Σχετικές λέξεις: λαξευτής
λαξευτής λεξικό γλώσσας αγγλικά, λαξευτής στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- λανθασμένος στα αγγλικά - wrongly, wrong, mistaken, incorrect, erroneous, false
- λανολίνη στα αγγλικά - lanolin, lanoline, wool fat
- λαξεύω στα αγγλικά - chisel, sculpt, carve, hew, chase
- λαρδί στα αγγλικά - lard, subcutaneous fat, bacon, pig fat
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: sculptor, chiseler, carved
Μεταφράσεις: sculptor, chiseler, carved