Erwerbung στα ελληνικά
Μετάφραση: erwerbung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτημα, διενέργεια, απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Μεταφράσεις
- abprallend στα ελληνικά - γερός, bouncing, αναπηδούν, αναπηδώντας, που αναπηδούν
- ausbrütend στα ελληνικά - επώαση, εκκόλαψη, επώασης, εκκόλαψης, την εκκόλαψη
- dreiblättrig στα ελληνικά - τρίφυλλος, τριφυλλωτά, τρίφυλλα, τρίφυλλο, τα τρίφυλλα
Τυχαίες λέξεις
Erwerbung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτημα, διενέργεια, απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Μεταφράσεις: απόκτημα, διενέργεια, απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς